κουρῆτις

κουρῆτις
κουρ-ῆτις, ιδος, fem. Adj.,
A of the Κουρῆτες, i.e. of Pleuron, γῆ Epigr. ap. Str.10.3.2;

χώρα Apollod.1.7.6

.
II Pythag. name for nine, Theol.Ar.58.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουρήτις — κουρῆτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κουρητικός …   Dictionary of Greek

  • κουρῆτις — of the fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρῆτι — κουρῆτις of the fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρῆτιν — κουρῆτις of the fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτιδα — Κούρητις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρήτιδα — κουρῆτις of the fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτιδι — Κούρητις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρήτιδι — κουρῆτις of the fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουρήτιδος — Κούρητις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρήτιδος — κουρῆτις of the fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικός — κουρητικός, ή, όν, θηλ. και κουρῆτις, ιδος (Α) [Κουρήτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουρήτες («γῆ Κουρῆτις», Στράβ.) 2. (στη νεοπλατωνική θεολογία) λειτουργός 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρητικός (ενν. πους) ο κρητικός μετρικός πους: υυ υ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”